- Φαραντέυ
- ο, Νφρ. α) «νόμος επαγωγής Φαραντέυ»φυσ. ποσοτική σχέση που συνδέει τη μεταβολή ενός μαγνητικού πεδίου με το ηλεκτρικό πεδίο το οποίο δημιουργείται ως αποτέλεσμα αυτής τής μεταβολής, αλλ. ηλεκτρομαγνητική επαγωγήβ) «νόμος ηλεκτρόλυσης τού Φαραντέυ»χημ. ποσοτικές εκφράσεις για την περιγραφή τών φαινομένων που συντελούνται κατά τη διάρκεια μιας ηλεκτρόλυσης, οι οποίες διατυπώθηκαν το 1833 από τον Φαραντέυγ) «φαινόμενο Φαραντέυ»φυσ. φαινόμενο που συνίσταται στην περιστροφή τού επιπέδου πόλωσης μιας δέσμης φωτεινών ακτίνων ως αποτέλεσμα τής επίδρασης ενός μαγνητικού πεδίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Όν. τού μεγάλου Άγγλου φυσικού και χημικού Μ. Faraday].
Dictionary of Greek. 2013.